- προσέδρου
- πρόσεδροςsitting nearmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσεδρος — η, ο / πρόσεδρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος 2. πάρεδρος νεοελλ. φρ. «πρόσεδρος υπουργός» βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει… … Dictionary of Greek